- πάξαιμι
- πάσσωsprinkleaor opt act 1st sgπά̱ξαιμι , πήγνυμιAër.aor opt act 1st sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτύο — το / πτύον, ΝΜΑ, και αττ. τ. πτέον Α νεοελλ. το φτυάρι μσν. αρχ. γεωργικό εργαλείο για το λίχνισμα τών σιτηρών στο αλώνι (α. «οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῡ καὶ διακαθαριεῑ τὴν ἅλωνα αὐτοῡ», ΚΔ β. «ἇς ἐπὶ σωρῶ αὖτις ἐγὼ πάξαιμι μέγα πτύον»,… … Dictionary of Greek